Πες ό,τι θες για την πολυκοσμία της, τις τσιμπημένες της τιμές και τα σουβενιράδικα που κατακλύζουν το κεντρικό της καλντερίμι. Μέρος που να μπορεί να συγκριθεί με τη Μονεμβασιά δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Τόσο απλά.
Θα το διαπιστώσεις κυρίως τις νύχτες, τότε που τα πούλμαν με τα γκρουπ φεύγουν και την αφήνουν στην ησυχία της, ο χαμηλός φωτισμός της την τυλίγει σε μια λάμψη χρυσαφένια που μοιάζει μαγική, και τα βήματά σου αντηχούν στην απόκοσμη γαλήνη των πέτρινων καλντεριμιών της. Λες και είσαι μόνος σου, εσύ και οι λιγοστοί της κάτοικοι και τα φαντάσματα των ιπποτών της. Αν υπάρχει ένα μέρος στο οποίο αξίζει να πληρώσεις κάτι παραπάνω για τη διαμονή σου, αυτό είναι στη Μονεμβασιά, για να μείνεις μέσα στο κάστρο. Όχι μόνο γιατί πόσες φορές έχεις την ευκαιρία να μείνεις μέσα σε ένα πραγματικό κάστρο, αλλά και γιατί αν την δεις μόνο μέρα, έχεις χάσει τη μισή από τη μαγεία της.
Το κάστρο της Μονεμβασιάς το έχτισαν το 582 μ.Χ. Λάκωνες που αναζητούσαν καταφύγιο από τις αβαροσλαβικές επιδρομές. Έγινε στη συνέχεια βυζαντινό, μετά φράγκικο, ξανά βυζαντινό, ενετικό, οθωμανικό, ξανά ενετικό, ξανά οθωμανικό κι εν τέλει πάλι ελληνικό. Είδε αυτοκρατορίες να ακμάζουν και να παρακμάζουν, πολιορκήθηκε, κατακτήθηκε και απελευθερώθηκε πάνω από δέκα φορές, πέρασε μέχρι και από πειρατική κυριαρχία –από τον Καταλανό πειρατή Lupo de Bertanga. Λογικό, αν ήσουν πειρατής κι έβλεπες αυτό το κάστρο σε αυτό το σημείο, κι εσύ θα το ήθελες.
Κάθε μια από αυτές τις κατακτήσεις κι επανακατακτήσεις σήμαινε και μια νέα προσθήκη, μια νέα αλλαγή, μια νέα παρέμβαση, έτσι που τελικά η Μονεμβασιά εξελίχθηκε σε αυτό το πολύ ιδιαίτερο παζλ ιστορικών περιόδων, αρχιτεκτονικών ρευμάτων και πολιτισμικών επιρροών που βλέπεις σήμερα.Καμία εκκλησία δεν μοιάζει με τη διπλανή της και σε κανένα κτίριο δεν μπορείς με βεβαιότητα να αναγνωρίσεις μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο –γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εντυπωσιακό, αν και κάπως παράξενο, κτίριο που φιλοξενεί σήμερα την Αρχαιολογική Συλλογή στην κεντρική πλατεία. Κτισμένο για τζαμί τον 16ο αιώνα, μετατράπηκε από τους Ενετούς σε ίδρυμα καπουτσίνων μοναχών, ξανάγινε τζαμί το 1715, χρησιμοποιήθηκε το 1821 ως φυλακή, έγινε μέχρι και καφενείο και τελικά μετεμψυχώθηκε σε μουσείο.
Δύο είναι οι κεντρικοί άξονες, που θα σε βοηθήσουν να προσανατολιστείς στις πρώτες σου αναγνωριστικές βόλτες στη Μονεμβασιά: Ο πρώτος έχει το όνομα ενός από τα διασημότερα παιδιά της, είναι η οδός Γιάννη Ρίτσου, ο δρόμος στον οποίο βρίσκεσαι να περπατάς με το που περάσεις την είσοδο του κάστρου. Ο δεύτερος είναι αυτός που ενώνει την Νότια Πύλη, τη μοναδική πύλη του κάστρου στη θάλασσα, με την Άνω Πόλη. Εκεί που οι δύο δρόμοι διασταυρώνονται βρίσκεται η κεντρική πλατεία με το κανόνι, το πρώην τζαμί και νυν αρχαιολογική συλλογή, και η κτισμένη τον 7ο αιώνα εκκλησία του Ελκόμενου Χριστού, όπου γίνονται οι περίφημες πασχαλινές λειτουργίες.
Λιλιπούτεια καλντερίμια σκεπασμένα με καμάρες (δρομικές ή διαβατικά λέγονται, αν αναρωτιέσαι) διακλαδώνονται γύρω από τους δύο κεντρικούς δρόμους, προς κάθε πιθανή και απίθανη κατεύθυνση.Κάποια καταλήγουν σε μια αυλόπορτα, άλλα πέφτουν πάνω σε έναν τοίχο που κάποιος σκέφτηκε να προσθέσει αιώνες μετά την κατασκευή τους φράζοντας την δίοδο, και άλλα γυρνούν μυστηριωδώς πίσω, λίγα μέτρα από το σημείο που ξεκίνησαν.
Θα αξίζει τον κόπο: Μια σκαλισμένη στο χέρι ξύλινη πόρτα εδώ, μια λουλουδιασμένη αυλή εκεί, μια φουντωτή μπουκαμβίλια που σκαρφαλώνει πάνω σε ένα πέτρινο τειχάκι λίγο παραπέρα, ένα εγκαταλελειμμένο αρχοντικό της Άνω Πόλης, ένα φαναράκι που φωτίζει ατμοσφαιρικά τον δρόμο, είναι όλα τους μικρές ανταμοιβές για όλες τις φορές που θα χαθείς σε ένα καλντερίμι το οποίο κάνει απλώς τον γύρο του εαυτού του.
Μια από τις ωραιότερες (και πιο ξεκούραστες, να σημειώσουμε εδώ, αφού είναι η μόνη μη ανηφορική) βόλτες που μπορείς να κάνεις στη Μονεμβασιά είναι ταυτόχρονα και η καλύτερη υπενθύμιση πως το μισό της μεγαλείο η καστροπολιτεία το οφείλει στο ότι μοιάζει σαν να πλέει στην θάλασσα, που έλεγε και ο Ρίτσος.
Η περαντζάδα κατά μήκος του νότιου τείχους –αλλιώς γνωστού και ως «τείχος της θάλασσας»– διακόπτεται από δύο πλατώματα, τη Μικρή και τη Μεγάλη Ντάπια, και απολαμβάνει συνεχώς φαντασμαγορική θέα στο απέραντο γαλάζιο του Μυρτώου από τη μια και του κάστρου που υψώνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια προς τον ουρανό από την άλλη. Η διαδρομή καταλήγει στο ανατολικό τείχος του κάστρου, και περνά κάτω από την ομώνυμη Ανατολική Πύλη για να σε φέρει στον φάρο του 1896, απ’ όπου μπορείς και να βουτήξεις στα νερά του Μυρτώου.
Πρώτον και κυριότερο για την συγκλονιστική θέα σε ολόκληρη την καστροπολιτεία και την θάλασσα, που φαίνεται να λαμπυρίζει από εδώ ψηλά ως τη γραμμή του ορίζοντα. Και δεύτερον, για την ίδια την Πύλη της Άνω Πόλης, που θα σου θυμίσει την κεντρική πύλη του κάστρου, στο πολύ πιο ατμοσφαιρικό της: Μια μεγάλη λιθόκτιστη καμάρα, με πολεμίστρες που βλέπουν απευθείας στη θάλασσα, μοιάζει με τούνελ που οδηγεί σε κάποιον άλλο χωροχρόνο.
Η Άνω Πόλη είναι πολύ διαφορετική από την Κάτω, αφενός γιατί εδώ βρίσκονταν τα σπίτια των αρχόντων (ο λαός έμενε κάτω, όπως σε όλες τις μεσαιωνικές πολιτείες) πράγμα που σημαίνει πως τα αρχοντικά της, έστω και εγκαταλελειμμένα, είναι εντυπωσιακά, και αφετέρου γιατί την άνοιξη τα χωμάτινα πλατώματά της πρασινίζουν και λουλουδιάζουν, φτιάχνοντας μια εικόνα που το πέτρινο τοπίο της Κάτω Πόλης, όσο επιβλητικό και αν είναι, δεν μπορεί να σου προσφέρει.
Αφότου βρεις και πάλι την ανάσα σου, μερικά σκαλάκια ακόμα θα σε φέρουν στο ψηλότερο σημείο της Άνω Πόλης, το βυζαντινό εκκλησάκι της Αγιά Σοφιάς που κτίστηκε τον 12ο αιώνα. Οι φήμες το θέλουν διακοσμημένο με εντυπωσιακές τοιχογραφίες της ίδιας εποχής –οι ίδιες αυτές φήμες λένε ότι αν φτάσεις εδώ πάνω νωρίς το πρωί έχεις πιθανότητες να το πετύχεις ανοιχτό. Η φαντασμαγορική θέα από εδώ πάνω, πάντως, και η αίσθηση πως βρίσκεσαι στην κορυφή του κόσμου είναι λόγοι αρκετοί για να σκαρφαλώσεις ως εδώ.
Είναι παράξενο να μιλάς για αξιοθέατα σε ένα μέρος σαν τη Μονεμβασιά, που είναι… άξιο θέασης συνολικά και αφ’ εαυτού.
Οι λεπτομέρειες, όμως, είναι που κάνουν τη διαφορά, οπότε εκτός από όσα ήδη αναφέραμε, μια επίσκεψη οπωσδήποτε αξίζουν επίσης:
-Το σπίτι του Γιάννη Ρίτσου, που γεννήθηκε εδώ την Πρωτομαγιά του 1909.
- Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που δεν λειτούργησε ποτέ σαν εκκλησία αλλά έγινε διαδοχικά οπλοστάσιο, αλληλοδιδακτικό σχολείο και δημοτικό στο οποίο πήγαινε και ο (μάντεψε) Γιάννης Ρίτσος.
- Το Κόκκινο Τείχος, ή Mura Rossa, που χτίστηκε στην κορυφή του βράχου μετά την αποτυχημένη απόπειρα των Ιπποτών της Μάλτας να εισβάλλουν, το 1564, από την πίσω πλευρά.
- Η Ακρόπολη, χτισμένη στο ψηλότερο σημείο του βράχου, βυζαντινό οχυρό με πύργους σε κάθε γωνία του. Απέχει κάμποσο περπάτημα από την Αγιά Σοφιά.
- Η Παναγία Μυρτιδιώτισσα ή Κρητικιά, που κτίστηκε τον 17ο αιώνα από τους Ενετούς, και θυμίζει έντονα δυτικοευρωπαϊκή εκκλησία, με το αέτωμα, τα διακοσμητικά γείσα και τους στρογγυλούς φεγγίτες της.