Ήταν όλα τους (ναι όλα τους, μηδενός εξαιρουμένου) θεοί. Ποτάμιοι θεοί, για την ακρίβεια, γιοι του Ωκεανού και της Τηθύος, οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν Τιτάνες, προκάτοχοι δηλαδή των Ολύμπιων θεών, του Δία και της παρέας του. Οι ποτάμιοι θεοί έμοιαζαν μόνο από τη μέση και πάνω με ανθρώπους, είχαν νερά να τρέχουν από τις μακριές γενειάδες τους, και ήταν όλοι τους άσχημοι, με την εξαίρεση του Ενιπέα, που ήταν λέει κούκλος. Όλα αυτά τα λέει στη Θεογονία ο Ησίοδος, δεν τα βγάζουμε από το μυαλό μας.
Ο Λάδωνας, για τον οποίο ο Παυσανίας έγραψε πολλούς αιώνες αργότερα πως είναι το ομορφότερο ποτάμι της Ελλάδας, ήταν ένα από τα πολλά άσχημα παιδιά του Ωκεανού, που παντρεύτηκε όταν μεγάλωσε την Στυμφαλία (να πώς πήρε και η λίμνη της Κορινθίας το όνομά της) και απέκτησε μαζί της δύο κόρες, τη Μετώπη και τη Δάφνη. Τη Δάφνη, λέει η ιστορία, την ερωτεύτηκε κάποια στιγμή ο Απόλλωνας, και την κυνηγούσε μέρα-νύχτα στα δάση γύρω από τα νερά του ποταμού-πατέρα της. Εκείνη, που για κάποιο μυστήριο λόγο δεν έβρισκε τον ομορφότερο των θεών του γούστου της, ζήτησε φωνάζοντας από την Ήρα να την απαλλάξει από αυτό το μαρτύριο, και εκείνη την «έσωσε», λέμε τώρα, μεταμορφώνοντάς τη στο γνωστό δέντρο. Ένα από τα χωριά του Λάδωνα έχει σήμερα το όνομά της.
Φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Αρκαδία και την Αχαΐα, ο Λάδωνας πηγάζει από τα Αροάνια όρη και καταλήγει στον Αλφειό, τον μεγαλύτερο ποταμό της Πελοποννήσου, έχοντας διανύσει συνολικά 70 χιλιόμετρα. Η λίμνη του, ακριβώς δίπλα στο αρκαδικό χωριό που λέγεται Μουριά, είναι τεχνητή: Δημιουργήθηκε το 1956, όταν κατασκευάστηκε το υδροηλεκτρικό φράγμα του Λάδωνα. Τόσο οι όχθες του ποταμού όσο και η γαλάζια λίμνη του προσφέρονται για ατελείωτες βόλτες σε ειδυλλιακά φυσικά τοπία, ρομαντικά πικνίκ και αναζωογονητικές εκδρομές μακριά απ’ όλους και απ’ όλα. Τα σχεδόν μυστικά χωριουδάκια γύρω τους έχουν όλα όσα χρειάζεσαι για ένα ονειρεμένο διήμερο –με κυριότερο όλων: την ησυχία σου.
Οι ωραιότερες βόλτες στις όχθες του Λάδωνα ξεκινούν από το σημείο που λέγεται Σμίξη –αλλά θα το βρεις στους ηλεκτρονικούς χάρτες ως “rafting Ladonas” επειδή εδώ είναι η βάση από την οποία ξεκινούν οι καταβάσεις με τις βάρκες του ράφτινγκ και τα κανό. Το ράφτινγκ στον Λάδωνα είναι ιδανικό για αρχάριους και πιτσιρίκια, καθότι τα νερά του είναι ήσυχα σχεδόν όλο τον χρόνο, και η διαδρομή μαγική.
Αν πάλι προτιμάς τις στεριανές δραστηριότητες, φανταστική είναι η διαδρομή που μπορείς να κάνεις με τα πόδια ή με ποδήλατο από εδώ ως τις όχθες της λίμνης: Εννέα χιλιόμετρα ειδυλλιακού τοπίου, όλο καταπράσινες βουνοπλαγιές και χρυσοκόκκινες φυλλωσιές, που διακόπτονται μόνο από ένα-δυο ημιεγκαταλελειμμένα χωριουδάκια με πέτρινα σπίτια και μαρμάρινες κρήνες. Οι ορκισμένοι εχθροί της πεζοπορίας θα χαρούν να μάθουν ότι τη διαδρομή μπορείς και να την οδηγήσεις. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μετά από μιάμιση ώρα (αν περπατήσεις) ή μετά από ένα εικοσάλεπτο (αν οδηγήσεις και δεν μπεις στον πειρασμό να κάνεις καμία στάση, πράγμα μάλλον απίθανο) η διαδρομή θα σε φέρει στη Μουριά, στην όχθη της λίμνης του Λάδωνα.
Δύσκολα πιστεύεις, την ώρα που χαζεύεις τα ακίνητα νερά της να καθρεφτίζουν το ειδυλλιακό τοπίο που την περιβάλλει, πως εξήντα χρόνια πριν η λίμνη του Λάδωνα δεν υπήρχε. Το υπέροχο αλπικό της τοπίο το χρωστά στο υδροηλεκτρικό φράγμα που είναι σήμερα επισκέψιμο –αρκεί να οδηγήσεις ως την άκρη της, να χτυπήσεις το κουδούνι στην καγκελόφραχτη πύλη και να περιμένεις να σου ανοίξουν. Η εντυπωσιακή κατασκευή υψώνεται στα 50 μέτρα και απολαμβάνει πανοραμική θέα σε ένα μεγάλο τμήμα της λίμνης.
Σε μήκος, ούτε λίγο ούτε πολύ, 15 χιλιομέτρων εκτείνεται συνολικά η επιφάνεια της, η οποία κάνει αλλεπάλληλα ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στις βουνοπλαγιές του Αφροδίσιου όρους, που βουτούν απαλά στα νερά της. Η στάθμη της μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή του χρόνου τόσο που στο μέγιστο πλάτος της –γεμάτη δηλαδή– μπορεί να φτάσει το 1,5 χιλιόμετρο, ενώ στο ελάχιστο τα καλοκαίρια δεν ξεπερνά τα 75 μέτρα.
Φαινόμενο στο οποίο οφείλεται και το μυστήριο του γεφυριού που εξαφανίζεται (ναι κυριολεκτικά, δεν είναι σχήμα λόγου): Στην αντίθετη από εκείνη του φράγματος άκρη της λίμνης, το κτισμένο τον 13ο αιώνα τοξωτό Γεφύρι της Κυράς φαίνεται παράξενο με την πρώτη ματιά ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Το «γυμνό» του, χωμάτινο χρώμα και η απολύτως λεία επιφάνεια οφείλονται στο ότι για έξι περίπου μήνες τον χρόνο το γεφύρι είναι βυθισμένο στα τέσσερα μέτρα κάτω από την επιφάνεια του νερού. Το καλοκαίρι, όταν οι βροχές σταματούν και τα χιόνια παύουν να φουσκώνουν το ποτάμι, αναδύεται σχεδόν σαν καινούριο μέσα από το νερό.
Από τα τελευταία καλοφυλαγμένα μυστικά της Αρκαδίας, τα χωριά του Λάδωνα είναι πανέμορφα και ήσυχα, μακριά από το τουριστικό ραντάρ, με λίγες και καλές επιλογές για διαμονή και φαγητό. Τα Τρόπαια (και όχι η Τρόπαια) λίγο νότια της λίμνης, με τα κεραμίδια των σπιτιών τους να προσθέτουν κόκκινες πινελιές σε μια καταπράσινη πλαγιά, διαθέτουν μερικές από τις καλύτερες προτάσεις για φαγητό στην περιοχή. Σχεδόν δίπλα τους βρίσκεται το μικρό, γλυκύτατο Βυζίκι με τις δύο κεντρικές πλατείες του, τα καστρόσπιτά του που φέρνουν στο νου κάτι από Μάνη, το Λαογραφικό Μουσείο του και το άλλοτε σπουδαίο φράγκικο κάστρο της Άκοβας, τμήματα του οποίου σώζονται σήμερα τρεισήμισι χιλιόμετρα έξω από το χωριό.
Λίγο βορειότερα από την όχθη του ποταμού, η μικρούλα Βάχλια, σκαρφαλωμένη στη μέση μιας κατάφυτης πλαγιάς, φιλοξενεί κι αυτή στον κάτω μαχαλά της έναν πέτρινο πύργο με πολεμίστρες −«του Αγά» τον λένε οι ντόπιοι. Πλάι σε ένα παραδοσιακό τοξωτό γεφύρι κι έναν εγκαταλελειμμένο νερόμυλο περνά η διαδρομή που σε φέρνει από εδώ στην Πέρα Βάχλια.
Μετά είναι η πανέμορφη Δήμητρα, φωλιασμένη μέσα στα δάση, σε υψόμετρο 700 μέτρων, που πήρε το όνομά της από το ιερό της Ελευσίνιας Δήμητρας, ελάχιστα ερείπια του οποίου σώζονται σήμερα. Στην πλακόστρωτη πλατεία του Αγίου Νικολάου, την σκεπασμένη από έναν αιωνόβιο πλάτανο, απλώνουν με τις πρώτες ηλιαχτίδες τραπεζάκια τα καφενεία και το ταβερνάκι του χωριού.
Επτά μόλις χιλιόμετρα μακριά από τη Δήμητρα, η Κοντοβάζαινα είναι ίσως το ομορφότερο από τα χωριά του Λάδωνα: Εντυπωσιακή ήδη από την είσοδό της, με την παραμυθένια ρεματιά, το πέτρινο τοξωτό γεφύρι και τις κρήνες της, αμφιθεατρικά κτισμένη σε μια κατάφυτη πλαγιά του Αφροδισίου, και ιδανική για ατελείωτες περιπλανήσεις ανάμεσα στα κεραμιδοσκέπαστα σπιτάκια της με τις λουλουδιασμένες αυλές τους.
Εκτός, όμως, από τα χωριά της Αρκαδίας, πολύ κοντά στον Λάδωνα (6,5 χιλιόμετρα από το σημείο που ξεκινούν οι καταβάσεις του rafting και οι ωραιότερες διαδρομές του) βρίσκεται και η Δάφνη της Αχαΐας, στην οποία οι παλιοί αναφέρονται ως «Δάφνη Καλαβρύτων», και οι ακόμα πιο παλιοί ως «Στρέζοβα». Ένα όμορφο κεφαλοχώρι 600 κατοίκων, σκαρφαλωμένο στη νοτιοανατολική πλευρά του Αφροδίσιου, με πέτρινα σπίτια, ξύλινα μπαλκονάκια, και θολωτές πέτρινες βρύσες διάσπαρτες στα δρομάκια του. Περί το ένα χιλιόμετρο έξω από την Δάφνη, τα νερά του ποταμού Πάου, παραπόταμου του Λάδωνα, στεφανώνει ένα πέτρινο Τρικάμαρο Γεφύρι χάρμα οφθαλμών, που αξίζει την πεζοπορία ως εδώ –θα δεις ταμπέλες που γράφουν «Τρικάμαρο Γεφύρι».