Μια φορά κι έναν καιρό, το 1876 συγκεκριμένα, ήταν στην Ελλάδα ένας αρχαιολόγος, ερασιτέχνης αρχαιολόγος για να είμαστε ακριβείς, ούτε καν επαγγελματίας δεν ήταν, που πίστευε πως ο Τρωικός Πόλεμος έγινε στ’ αλήθεια, κι έψαχνε να βρει το παλάτι του Αγαμέμνονα. Αυτό, σε σημερινή αντιστοιχία, θα ήταν σαν να λέμε ένας τύπος που πιστεύει ότι ο Δίας όντως υπήρχε, κι έχει πάει στον Όλυμπο και ψάχνει να βρει το σπίτι του. Εννοείται πως οι επαγγελματίες συνάδελφοί του τον έλεγαν τρελό.
Μια μέρα, 16 Νοεμβρίου του 1876 συγκεκριμένα ήταν, ο τρελός έστειλε στον βασιλιά Γεώργιο Α’ ένα τηλεγράφημα. «Αντίκρισα το πρόσωπο του Αγαμέμνονα» έγραφε. Και πρόσθετε: «Βρήκα εντός των Τάφων μεγάλους θησαυρούς αρχαϊκών αντικειμένων εκ καθαρού χρυσού. Οι θησαυροί ούτοι αρκούν και μόνον να γεμίσουν ένα μεγάλο μουσείον, που θα είναι το αξιολογώτερον του κόσμου. Και το οποίον ανά τους αιώνας θα ελκύει εις Ελλάδαν χιλιάδας ξένους από όλας τας χώρας». Αναφερόταν –δεν το ήξερε ακόμα βέβαια– στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Υπέγραφε Ερρίκος Σλήμαν. Και είχε δίκιο –σχεδόν σε όλα.
…Δεν είμαστε βέβαιοι ότι είναι του Αγαμέμνονα, οπότε ο κύριος Σλήμαν δεν είχε εντελώς και απόλυτο δίκιο σε όσα έλεγε. Το πρόσωπο που είχε αντικρίσει, η πασίγνωστη χρυσή μάσκα με τα κάπως πεταχτά αυτιά που ακόμα και σήμερα λέμε «Μάσκα του Αγαμέμνονα» ανήκε τελικά σε έναν βασιλιά που έζησε τριακόσια χρόνια πριν από την θυσία της Ιφιγένειας και τα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου. Το μυθικό βασίλειο του, όμως, ήταν πέρα για πέρα αληθινό –όπως αληθινότατο ήταν και το απέναντι, η Τροία του Πριάμου και των γιων του, την οποία έσκαψε επίσης εκείνος ο «τρελός».
Σήμερα οι Μυκήνες, 25 χιλιόμετρα έξω από το Ναύπλιο, είναι τα αρχαιότερα αρχαία που μπορείς να δεις στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κι αυτό είναι σημαντικό να το θυμάσαι καθώς θα ανηφορίζεις το πλακόστρωτο προς την Πύλη των Λεόντων: Ό,τι βλέπεις εδώ χτίστηκε χίλια χρόνια πριν χτιστεί η Ακρόπολη. Και χίλια χρόνια είναι πολλά, πάρα πολλά. Γιατί επιμένουμε τόσο σε αυτό; Γιατί δεν θέλουμε να έρθεις ως εδώ περιμένοντας να δεις μια άλλη Ολυμπία, ή μια κάπως πιο παλιά εκδοχή της Επιδαύρου. Θα απογοητευτείς.
Περνώντας κάτω από την Πύλη των Λεόντων, βρίσκεσαι σε ένα μεγάλο πλάτωμα, με εξαίσια θέα στη θάλασσα πέρα μακριά –στο οποίο μπορείς εύκολα να φανταστείς έναν συγκεκριμένο Μυκηναίο βασιλιά να περιμένει τον κατάλληλο αέρα να φυσήξει για να ξεκινήσουν για την Τροία τα καράβια του. Από εδώ και πέρα, θα χρειαστεί να βάλεις αρκετά την φαντασία σου να δουλέψει για να καταλάβεις πού ήταν τι: Το παλάτι, το θρησκευτικό κέντρο της Ακρόπολης, τα Κυκλώπεια Τείχη και η Οικία του Λαδέμπορου που έφτιαχνε τα αρώματα και τα λάδια τα οποία εξάγονταν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο είναι μεν καλά σηματοδοτημένα, δεν επιβίωσαν όμως τη φθορά του χρόνου –γι’ αυτό άλλωστε επί χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν υπήρξαν ποτέ.
Αυτό που όντως θα δεις, επιβλητικό και ολοζώντανο μπροστά στα μάτια σου, είναι οι θολωτοί τάφοι, το μέγεθος και μόνο των οποίων θα αρκούσε για να τους κάνει συγκλονιστικούς, αν δεν ξέραμε και ότι χρονολογούνται από το 1600 π.Χ.: Το ύψος τους αγγίζει τα 13,5 μέτρα, ενώ για να περπατήσεις όλο το εσωτερικό τους θα χρειαστεί να κάνεις έναν κύκλο σχεδόν 15 μέτρων. Το μνημείο αναφέρεται στο φυλλάδιο που θα πάρεις από τα εκδοτήρια των εισιτηρίων ως «Ταφικός Κύκλος Β» αλλά επειδή η ονομασία δεν είναι αυτό που θα λέγαμε φιλική προς τον χρήστη, οι δύο εντυπωσιακοί τάφοι αποκαλούνται χαϊδευτικά «της Κλυταιμνήστρας» και «του Αίγισθου», παρ’ όλο που δεν είμαστε επισήμως βέβαιοι ότι εδώ ήταν θαμμένοι η σύζυγος του Αγαμέμνονα –και πιο παρεξηγημένη γυναίκα στην Ιστορία– και ο εραστής της.
Το εντυπωσιακότερο, ίσως, μνημείο των Μυκηνών είναι η Υπόγεια Δεξαμενή, που τροφοδοτούσε με νερό ένα ολόκληρο βασίλειο τρεις χιλιάδες χρόνια πριν αποκτήσει τρεχούμενο νερό κάθε σπίτι της Ευρώπης. Θα χρειαστείς έναν φακό, και αρκετή προσοχή στα σκαλοπάτια (γλιστράνε) για να εξερευνήσεις την υπόγεια δεξαμενή σε όλο της το μήκος –αλλά θα αξίζει τον κόπο, υποσχόμαστε. Η είσοδός της βρίσκεται κοντά στο βόρειο κυκλώπειο τείχος, μέσα στην αρχαία πόλη δηλαδή, και η κατασκευή της έγινε το μακρινό 1300 π.Χ. Είναι, μέχρι στιγμής, η μοναδική δεξαμενή που έχουμε βρει από την προϊστορική εποχή και η οποία να «μπορεί να συγκρίνεται με τα σύγχρονα συστήματα υδροδότησης των πόλεων 33 αιώνες μετά», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο site του το Υπουργείο Πολιτισμού.
Σχεδόν όλα τα «αρχαϊκά αντικείμενα εκ καθαρού χρυσού» που βρήκε ο Ερρίκος Σλήμαν στις Μυκήνες στολίζουν σήμερα εκείνο το αξιολογώτερον μουσείο που προσελκύει «χιλιάδες ξένους από όλας τας χώρας», το Αρχαιολογικό της Αθήνας. Το Αρχαιολογικό Μουσείο των Μυκηνών έχει τα αντίγραφά τους, αλλά και ένα πολύ ενδιαφέρον χρονολόγιο των ανασκαφών (γιατί πού αλλού η ιστορία της ανακάλυψης μιας πόλης είναι σχεδόν εξίσου ενδιαφέρουσα με την πόλη την ίδια;) και τις μακέτες του λόφου, που θα σου δώσουν μια πολύ πιο ξεκάθαρη εικόνα του πώς ακριβώς έμοιαζε η πόλη στα νιάτα της. Στεγάζεται σε ένα πέτρινο κτίριο, πολύ κοντά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων.
Το καλύτερο το αφήσαμε για το τέλος –και το ίδιο θα σε συμβουλεύσουμε να κάνεις κι εσύ. Ο Θησαυρός του Ατρέα βρίσκεται περίπου 500 μέτρα έξω από τον κυρίως αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών και, παρ’ όλο που δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ποιος ήταν ο κάτοικός του, είναι σίγουρα ο μεγαλύτερος και επιβλητικότερος από τους θολωτούς τάφους των Μυκηνών. Χρονολογείται κάπου ανάμεσα στο 1350 και το 1250 π.Χ. Και αν θέλεις, παρά την έλλειψη επαρκών επιστημονικών στοιχείων και αποδείξεων, να πιστεύεις πως ανήκε στον μπαμπά του Αγαμέμνονα, είμαστε βέβαιοι πως ο άνθρωπος χωρίς τον οποίο δεν θα ήσουν σήμερα εδώ θα το εκτιμούσε.